πλευροκόπηση

πλευροκόπηση
η, Ν [πλευροκοπώ]
στρ. η προσβολή τού πλευρού τού εχθρού με πυρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικάμπιος — ἐπικάμπιος, ον (Α) [επικάμπτω] 1. επικαμπής, κυρτός 2. «ἐπικάμπιος τάξις» διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο τής φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να… …   Dictionary of Greek

  • πλευροκοπικός — ή, ό, Ν [πλευροκοπώ] στρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευροκόπηση («πλευροκοπικα πυρά») …   Dictionary of Greek

  • πλευροκόπημα — το, Ν [πλευροκοπώ] στρ. η πλευροκόπηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”